- σαλούσιον
- σαλούσιον, τό, ὀρτύγων ς. dub. sens. in PSI4.428.55 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.12.44, 672.4 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλούσιον — και σαλώσιον και σαλώτιον και σαλώδιον, τὸ, Α 1. αγγείο, δοχείο 2. είδος μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek